- κουφόνους
- κουφόνουςlight-mindedmasc/fem nom plκουφόνουςlight-mindedmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουφόνους — ουν (Α κουφόνους, ουν) ελαφρόμυαλος, αστόχαστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν η κουφόνοια* («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.) επίρρ... κουφόνως (Α) αστόχαστα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + νοῦς (πρβλ. κρυψί νους, μικρό νους)] … Dictionary of Greek
κουφόνουν — κουφόνους light minded masc/fem acc sg κουφόνους light minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνου — κουφόνους light minded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνως — κουφόνους light minded adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνῳ — κουφόνους light minded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνοον — κουφόνοος light minded masc/fem acc sg κουφόνοος light minded neut nom/voc/acc sg κουφόνους light minded masc/fem acc sg κουφόνους light minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek
κουφόνοια — η (Μ κουφόνοια) [κουφόνους] ελαφρότητα νου, ακρισία, επιπολαιότητα … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
πτηνώδης — ῶδες, Μ [πτηνός] κουφόνους, κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek